ακαταδεξιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακαταδεξιά | οι | ακαταδεξιές |
γενική | της | ακαταδεξιάς | των | ακαταδεξιών |
αιτιατική | την | ακαταδεξιά | τις | ακαταδεξιές |
κλητική | ακαταδεξιά | ακαταδεξιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ακαταδεξιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακαταδεξιά και ακαταδεξία θηλυκό
- η ιδιότητα του ακατάδεχτου, το να μη δέχεται κάποιος κάτι που του προσφέρουν
- Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου πού πεινάει (Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη)