Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδηλητηρίαστος η αδηλητηρίαστη το αδηλητηρίαστο
      γενική του αδηλητηρίαστου της αδηλητηρίαστης του αδηλητηρίαστου
    αιτιατική τον αδηλητηρίαστο την αδηλητηρίαστη το αδηλητηρίαστο
     κλητική αδηλητηρίαστε αδηλητηρίαστη αδηλητηρίαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδηλητηρίαστοι οι αδηλητηρίαστες τα αδηλητηρίαστα
      γενική των αδηλητηρίαστων των αδηλητηρίαστων των αδηλητηρίαστων
    αιτιατική τους αδηλητηρίαστους τις αδηλητηρίαστες τα αδηλητηρίαστα
     κλητική αδηλητηρίαστοι αδηλητηρίαστες αδηλητηρίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδηλητηρίαστος < α- στερητικό + δηλητηριάζω

  Επίθετο επεξεργασία

αδηλητηρίαστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει δηλητηριαστεί, που δεν περιέχει δηλητήριο
    Ο τύραννος ήθελε να βεβαιωθεί ότι το φαγητό του ήταν αδηλητηρίαστο
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει πικραθεί, δεν έχει υποστεί στενάχωρες καταστάσεις
    Η σχέση μας παραμένει τόσα χρόνια αδηλητηρίαστη

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία