αδηλητηρίαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδηλητηρίαστος < α- στερητικό + δηλητηριάζω
Επίθετο επεξεργασία
αδηλητηρίαστος, -η, -ο
- που δεν έχει δηλητηριαστεί, που δεν περιέχει δηλητήριο
- Ο τύραννος ήθελε να βεβαιωθεί ότι το φαγητό του ήταν αδηλητηρίαστο
- (μεταφορικά) που δεν έχει πικραθεί, δεν έχει υποστεί στενάχωρες καταστάσεις
- Η σχέση μας παραμένει τόσα χρόνια αδηλητηρίαστη
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδηλητηρίαστος