δηλητηριασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δηλητηριασμένος < μετοχή παθ. παρακειμένου του ρήματος δηλητηριάζω
Μετοχή
επεξεργασίαδηλητηριασμένος αρσενικό, δηλητηριασμένη θηλυκό, δηλητηριασμένο ουδέτερο
- που έχει υποστεί δηλητηριασμό
- Βρέθηκε δηλητηριασμένος στο σπίτι του.
- που περιέχει ή που είναι εμποτισμένος με δηλητήριο
- Το νερό είναι δηλητηριασμένο.
- Οι πρωτόγονες φυλές κυνηγούσαν με δηλητηριασμένα βέλη.
- (μεταφορικά) που έχει υποστεί σοβαρή φθορά, κυρίως ηθική
- (μεταφορικά) ο υπερβολικά πικραμένος, ο φαρμακωμένος