↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δηλητηριασμένος η δηλητηριασμένη το δηλητηριασμένο
      γενική του δηλητηριασμένου της δηλητηριασμένης του δηλητηριασμένου
    αιτιατική τον δηλητηριασμένο τη δηλητηριασμένη το δηλητηριασμένο
     κλητική δηλητηριασμένε δηλητηριασμένη δηλητηριασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δηλητηριασμένοι οι δηλητηριασμένες τα δηλητηριασμένα
      γενική των δηλητηριασμένων των δηλητηριασμένων των δηλητηριασμένων
    αιτιατική τους δηλητηριασμένους τις δηλητηριασμένες τα δηλητηριασμένα
     κλητική δηλητηριασμένοι δηλητηριασμένες δηλητηριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δηλητηριασμένος < μετοχή παθ. παρακειμένου του ρήματος δηλητηριάζω

δηλητηριασμένος αρσενικό, δηλητηριασμένη θηλυκό, δηλητηριασμένο ουδέτερο

  1. που έχει υποστεί δηλητηριασμό
    Βρέθηκε δηλητηριασμένος στο σπίτι του.
  2. που περιέχει ή που είναι εμποτισμένος με δηλητήριο
    Το νερό είναι δηλητηριασμένο.
    Οι πρωτόγονες φυλές κυνηγούσαν με δηλητηριασμένα βέλη.
  3. (μεταφορικά) που έχει υποστεί σοβαρή φθορά, κυρίως ηθική
  4. (μεταφορικά) ο υπερβολικά πικραμένος, ο φαρμακωμένος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία