Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δηλητηριασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
δηλητηριασμ
ός
οι
δηλητηριασμ
οί
γενική
του
δηλητηριασμ
ού
των
δηλητηριασμ
ών
αιτιατική
τον
δηλητηριασμ
ό
τους
δηλητηριασμ
ούς
κλητική
δηλητηριασμ
έ
δηλητηριασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δηλητηριασμός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δηλητηριασμός
αρσενικό
η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του
δηλητηριάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δηλητηριασμός
αγγλικά
:
poisoning
(en)