Ετυμολογία

επεξεργασία
δηλητηριάζομαι < μέση φωνή του δηλητηριάζω < αρχαία ελληνική δηλέομαι

δηλητηριάζομαι, πρτ.: δηλητηριαζόμουν, στ.μέλλ.: θα δηλητηριαστώ, αόρ.: δηλητηριάστηκα, μτχ.π.π.: δηλητηριασμένος

  1. με δηλητηριάζουν
  2. παθαίνω δηλητηρίαση από τροφή ή τοξική ουσία
  3. γεμίζω με δηλητηριώδεις τοξικές ουσίες, γίνομαι επικίνδυνος για τη ζωή
    η ατμόσφαιρα δηλητηριάζεται καθημερινά από τα καυσαέρια των αυτοκινήτων
  4. (μεταφορικά) γεμίζω από μίσος ή άλλα αρνητικά συναισθήματα
    η σχέση τους δηλητηριάστηκε από την αμοιβαία καχυποψία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία