↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαρμακωμένος η φαρμακωμένη το φαρμακωμένο
      γενική του φαρμακωμένου της φαρμακωμένης του φαρμακωμένου
    αιτιατική τον φαρμακωμένο τη φαρμακωμένη το φαρμακωμένο
     κλητική φαρμακωμένε φαρμακωμένη φαρμακωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαρμακωμένοι οι φαρμακωμένες τα φαρμακωμένα
      γενική των φαρμακωμένων των φαρμακωμένων των φαρμακωμένων
    αιτιατική τους φαρμακωμένους τις φαρμακωμένες τα φαρμακωμένα
     κλητική φαρμακωμένοι φαρμακωμένες φαρμακωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρμακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φαρμακώνω

φαρμακωμένος -η - ο

  1. ο σκοτωμένος από φαρμάκι (δηλητήριο)
    Ο Ρωμαίος βρήκε την Ιουλιέτα του φαρμακωμένη
  2. που έχει δυσάρεστη γεύση στο στόμα του
    ※  Χωρίς μεζέ, φαρμακωμένος πια απ' το οινόπνευμα, ζαλιζόταν. (Γιώργος Ιωάννου, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας)
  3. (μεταφορικά) που έχει υποστεί σοβαρό πόνο, κυρίως ψυχικό
    Ο αδελφός του έφυγε φαρμακωμένος από τα λόγια που του είχε ξεστομίσει
  4. (μεταφορικά) ο υπερβολικά πικραμένος, ο δύστυχος, ο δυστυχισμένος
    Είναι ακόμα φαρμακωμένη από τον άδικο χαμό του συζύγου της
  5. χρησιμοποιείται και αντί του φαρμακερός, δηλαδή, που περιέχει ή που είναι εμποτισμένος με φαρμάκι
    Ο αέρας στην πόλη ήτανε φαρμακωμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία