φαρμακωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαφαρμακωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φαρμακωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φαρμακωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φαρμακωμένος