Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φαρμακώνω

  Ρήμα επεξεργασία

φαρμακώνομαι

  1. παίρνω φαρμάκι (δηλητήριο), δηλητηριάζομαι
  2. πικραίνομαι, πίνω κάτι που έχει πικρή γεύση
  3. (μεταφορικά) πικραίνομαι ψυχικά ή σωματικά

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία