καταρρακώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταρρακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος καταρρακώνω
Ρήμα
επεξεργασίακαταρρακώνομαι
- γίνομαι ψυχικό ή ηθικό ράκος, κουρελιάζομαι ψυχικά ή ηθικά
- εξουθενώνομαι ψυχικά ή ηθικά
- υποβάλλομαι σε ψυχικό εξευτελισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταρρακώνομαι
|