Ετυμολογία

επεξεργασία
καταρρακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος καταρρακώνω

καταρρακώνομαι

  1. γίνομαι ψυχικό ή ηθικό ράκος, κουρελιάζομαι ψυχικά ή ηθικά
  2. εξουθενώνομαι ψυχικά ή ηθικά
  3. υποβάλλομαι σε ψυχικό εξευτελισμό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία