Χρήστης:ArielGlenn/καρδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρδιά < μεσαιωνική ελληνική καρδιά < αρχαία ελληνική καρδία
Προφορά
επεξεργασία/kaɾˈðʝa/ Ουσιαστικό
|
καρδιά θηλυκό
- μυώδες κοίλο όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος
- (μετωνυμία) το μέρος όπου αισθανόμαστε να χτυπά η καρδιά
- έβαλε το χέρι του στην καρδιά
- (μεταφορικά) το μέρος που θεωρείται η πηγή των αισθημάτων, των παθών, της ηθικής
- τον αγαπάει με όλη της την καρδιά
- έχει τόσα λουλούδια στον κήπο της, να χαρεί η καρδιά σου
- το κεντρικό μέρος ενός χώρου
- η καρδιά του αντιδραστήρα
- το μέσο μιας χρονικής περιόδου
- είμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, κάνει φοβερή ζέστη
- διάθεση, επιθυμία
- δε μου κάνει καρδιά να φύγω
- το εσωτερικό μέρος των καρπών ή των φυτών
- σαν την καρδιά ενός μαρουλιού
Εκφράσεις
επεξεργασία- αγγίζω την καρδιά κάποιου : συγκινώ
- αγκάθι στην καρδιά : για κάτι που προκαλεί θλίψη
- ανοίγω την καρδιά μου : εκμυστηρεύομαι, εξομολογούμαι
- από καρδιάς : με την καρδιά, ειλικρινά
- ελαφρά τη καρδία / ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ : με επιπολαιότητα
- κατακτώ / κλέβω / παίρνω την καρδιά κάποιου : ασκώ γοητεία σε κάποιον
- μαχαίρι στην καρδιά : για κάτι που προκαλεί ψυχικό πόνο
- με βαριά καρδιά : με δυσφορία
- με όλη μου την καρδιά : με απόλυτη ειλικρίνεια
- με τι καρδιά; : με τι κουράγιο; με τι διάθεση;
- (με) το χέρι στην καρδιά : με ειλικρίνεια
- μου έκανε την καρδιά περιβόλι : με στεναχώρησε πολύ
- πάει να σπάσει η καρδιά μου : νιώθω μεγάλη αγωνία ή αναστάτωση
- πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη : τρόμαξα πολύ
- το λέει η καρδιά του : έχει θάρρος και γενναιότητα
- τρέμει η καρδιά μου : φοβάμαι πολύ
- χαρίζω την καρδιά μου : αφοσιώνομαι σε κάποιον
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία όργανο