χρειάζεται παράθεμα



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρδιοσωμός οι καρδιοσωμοί
      γενική του καρδιοσωμού των καρδιοσωμών
    αιτιατική τον καρδιοσωμό τους καρδιοσωμούς
     κλητική καρδιοσωμέ καρδιοσωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρδιοσωμός < καρδιοσωσμός με απόβολή του [s] καρδιο- + σωμός > σώνω, σωσ- -μός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kar.ði̯o.soˈmos/ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐δι‐ο‐σω‐μός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρδιοσωμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία