καρδιοσωσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kar.ði̯o.soˈzmos/ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐δι‐ο‐σω‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδιοσωσμός αρσενικό
- (σπάνιο) μεγάλη στενοχώρια ή λύπη (Χρειάζεται επεξεργασία)
- άλλες μορφές: καρδιοσωμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρδιοσωσμός
|