σωσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σωσμός | οι | σωσμοί |
γενική | του | σωσμού | των | σωσμών |
αιτιατική | τον | σωσμό | τους | σωσμούς |
κλητική | σωσμέ | σωσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /soˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωσμός αρσενικό
- (λαϊκότροπο) η σωτηρία, το σώσιμο
- → χρειάζεται παράθεμα
- άλλες μορφές: σωμός
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη σώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Όροι με σωσμός — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- σωσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σωσμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)