Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σωσμός οι σωσμοί
      γενική του σωσμού των σωσμών
    αιτιατική τον σωσμό τους σωσμούς
     κλητική σωσμέ σωσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σωσμός < σώνω, σωσ- + -μός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /soˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σω‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σωσμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Πηγές επεξεργασία