καρδιοτοκογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρδιοτοκογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cardiotocograph < αρχαία ελληνική καρδία + τόκος + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδιοτοκογράφος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρδιοτοκογράφος