Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προγεννητικός η προγεννητική το προγεννητικό
      γενική του προγεννητικού της προγεννητικής του προγεννητικού
    αιτιατική τον προγεννητικό την προγεννητική το προγεννητικό
     κλητική προγεννητικέ προγεννητική προγεννητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προγεννητικοί οι προγεννητικές τα προγεννητικά
      γενική των προγεννητικών των προγεννητικών των προγεννητικών
    αιτιατική τους προγεννητικούς τις προγεννητικές τα προγεννητικά
     κλητική προγεννητικοί προγεννητικές προγεννητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προγεννητικός < προ- + γεννετ- (γέννα) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prénatal

  Επίθετο επεξεργασία

προγεννητικός

  • σχετικός με οτιδήποτε αφορά την περίοδο πριν τη γέννα

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία