προγεννητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προγεννητικός < προ- + γεννετ- (γέννα) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prénatal
Επίθετο επεξεργασία
προγεννητικός
- σχετικός με οτιδήποτε αφορά την περίοδο πριν τη γέννα