καρδιομεγαλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρδιομεγαλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: cardiomégalie < αρχαία ελληνική καρδία + μεγάλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδιομεγαλία θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρδιομεγαλία