Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρδιαγγειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καρδιαγγειακ
ός
η
καρδιαγγειακ
ή
το
καρδιαγγειακ
ό
γενική
του
καρδιαγγειακ
ού
της
καρδιαγγειακ
ής
του
καρδιαγγειακ
ού
αιτιατική
τον
καρδιαγγειακ
ό
την
καρδιαγγειακ
ή
το
καρδιαγγειακ
ό
κλητική
καρδιαγγειακ
έ
καρδιαγγειακ
ή
καρδιαγγειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καρδιαγγειακ
οί
οι
καρδιαγγειακ
ές
τα
καρδιαγγειακ
ά
γενική
των
καρδιαγγειακ
ών
των
καρδιαγγειακ
ών
των
καρδιαγγειακ
ών
αιτιατική
τους
καρδιαγγειακ
ούς
τις
καρδιαγγειακ
ές
τα
καρδιαγγειακ
ά
κλητική
καρδιαγγειακ
οί
καρδιαγγειακ
ές
καρδιαγγειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρδιαγγειακός
<
καρδιά
+
αγγειακός
Επίθετο
επεξεργασία
καρδιαγγειακός
ο σχετικός με την καρδιά και τα αγγεία που την περιβάλλουν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρδιαγγειακός
γαλλικά
:
cardio-vasculaire
(fr)