Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρδιοπαθής η καρδιοπαθής το καρδιοπαθές
      γενική του καρδιοπαθούς* της καρδιοπαθούς του καρδιοπαθούς
    αιτιατική τον καρδιοπαθή την καρδιοπαθή το καρδιοπαθές
     κλητική καρδιοπαθή(ς) καρδιοπαθής καρδιοπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρδιοπαθείς οι καρδιοπαθείς τα καρδιοπαθή
      γενική των καρδιοπαθών των καρδιοπαθών των καρδιοπαθών
    αιτιατική τους καρδιοπαθείς τις καρδιοπαθείς τα καρδιοπαθή
     κλητική καρδιοπαθείς καρδιοπαθείς καρδιοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρδιοπαθής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρδιοπαθής αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία