καρδιοπνευμονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρδιοπνευμονικός < καρδιά + -ο- + πνευμονικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cardiopulmonary)
Επίθετο
επεξεργασίακαρδιοπνευμονικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρδιοπνευμονικός