↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρδιοπνευμονικός η καρδιοπνευμονική το καρδιοπνευμονικό
      γενική του καρδιοπνευμονικού της καρδιοπνευμονικής του καρδιοπνευμονικού
    αιτιατική τον καρδιοπνευμονικό την καρδιοπνευμονική το καρδιοπνευμονικό
     κλητική καρδιοπνευμονικέ καρδιοπνευμονική καρδιοπνευμονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρδιοπνευμονικοί οι καρδιοπνευμονικές τα καρδιοπνευμονικά
      γενική των καρδιοπνευμονικών των καρδιοπνευμονικών των καρδιοπνευμονικών
    αιτιατική τους καρδιοπνευμονικούς τις καρδιοπνευμονικές τα καρδιοπνευμονικά
     κλητική καρδιοπνευμονικοί καρδιοπνευμονικές καρδιοπνευμονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρδιοπνευμονικός < καρδιά + -ο- + πνευμονικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cardiopulmonary)

  Επίθετο

επεξεργασία

καρδιοπνευμονικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία