καρδιοκλέφτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρδιοκλέφτρα < καρδιοκλέφτης + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρδιοκλέφτρα θηλυκό
- θηλυκό του καρδιοκλέφτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρδιοκλέφτρα
|
καρδιοκλέφτρα θηλυκό
|