καρδιοτοκογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρδιοτοκογράφημα < καρδία + τόκ- (τοκετός) + γράφημα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαρδιοτοκογράφημα ουδέτερο
- ιατρική εξέταση που καταγράφει τη δραστηριότητα του εμβρύου και τη διακύμανση του ρυθμού της καρδιάς του, σε συνδυασμό με την καταγραφή της δραστηριότητας της μήτρας στην εκάστοτε χρονική περίοδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρδιοτοκογράφημα
|