↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρδιοτοκογράφημα τα καρδιοτοκογραφήματα
      γενική του καρδιοτοκογραφήματος των καρδιοτοκογραφημάτων
    αιτιατική το καρδιοτοκογράφημα τα καρδιοτοκογραφήματα
     κλητική καρδιοτοκογράφημα καρδιοτοκογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρδιοτοκογράφημα < καρδία + τόκ- (τοκετός) + γράφημα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaɾ.ði.oˈɣɾa.fi.ma/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρδιοτοκογράφημα ουδέτερο

  • ιατρική εξέταση που καταγράφει τη δραστηριότητα του εμβρύου και τη διακύμανση του ρυθμού της καρδιάς του, σε συνδυασμό με την καταγραφή της δραστηριότη­τας της μήτρας στην εκάστοτε χρονική περίοδο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία