Κατηγορία:Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)

ενεστώτας stop
γ΄ ενικό ενεστώτα stops
αόριστος stopped
παθητική μετοχή stopped
ενεργητική μετοχή stopping



για τους συντάκτες: {{en-verb-'stop'}}