hug
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hug | hugs |
hug (en)
- η αγκαλιά
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | hug |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hugs |
αόριστος | hugged |
παθητική μετοχή | hugged |
ενεργητική μετοχή | hugging |
hug (en)
- (αμετάβατο) αγκαλιάζομαι
- (μεταβατικό) αγκαλιάζω
- (μεταφορικά, μεταβατικό) αγκαλιάζω
- ↪ The road hugs the lake.
- Ο δρόμος αγκαλιάζει τη λίμνη.
- ↪ The road hugs the lake.
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 5. ISBN 9780194325684., λήμμα: αγκαλιάζω, αγκάλιασμα