ενεστώτας whip up
γ΄ ενικό ενεστώτα whips up
αόριστος whipped up
παθητική μετοχή whipped up
ενεργητική μετοχή whipping up

whip up (en) → δείτε τις λέξεις whip και up

  1. (κυριολεκτικά) χτυπάω ένα υγρό για να προσθέσω αέρα
    ⮡  I whip up cream - χτυπάω (για να φτιάξω) κρέμα
  2. (μεταφορικά) φτιάχνω κάτι στα γρήγορα