whip up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | whip up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | whips up |
αόριστος | whipped up |
παθητική μετοχή | whipped up |
ενεργητική μετοχή | whipping up |
Ρήμα
επεξεργασίαwhip up (en) → δείτε τις λέξεις whip και up
- (κυριολεκτικά) χτυπάω ένα υγρό για να προσθέσω αέρα
- ⮡ I whip up cream - χτυπάω (για να φτιάξω) κρέμα
- (μεταφορικά) φτιάχνω κάτι στα γρήγορα