vet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- vet < περικοπή του veterinarian
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vet | vets |
vet (en)
- (επάγγελμα) ο/η κτηνίατρος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη veterinarian
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- vet < περικοπή του veteran
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vet | vets |
vet (en)
Ετυμολογία 3
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | vet |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vets |
αόριστος | vetted |
παθητική μετοχή | vetted |
ενεργητική μετοχή | vetting |
vet (en)
- ξεδιαλέγω, εγκρίνω ή απορρίπτω κατόπιν κρίσης, επιλέγω λίγα μέσα από τα πολλά
- εξετάζω κάτι ή κάποιον ή ερευνώ για να δω αν θα δώσω επίσημη έγκριση
Πηγές
επεξεργασία
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvet (ca)
- το βέτο
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvet (nl)
- το λίπος
Επίθετο
επεξεργασίαvet (nl)
Ουγγρικά (hu)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαvet (hu)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvet (pt)
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαvet (sv)