Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vet vets

vet (en)

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία 3

επεξεργασία
ενεστώτας vet
γ΄ ενικό ενεστώτα vets
αόριστος vetted
παθητική μετοχή vetted
ενεργητική μετοχή vetting

vet (en)

  1. ξεδιαλέγω, εγκρίνω ή απορρίπτω κατόπιν κρίσης, επιλέγω λίγα μέσα από τα πολλά
  2. εξετάζω κάτι ή κάποιον ή ερευνώ για να δω αν θα δώσω επίσημη έγκριση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

vet (ca)



vet (hu)

  1. πετάω, ρίχνω κάτι
  2. σπέρνω
      ki mint vet úgy arat - όπως σπέρνει κανείς έτσι θερίζει



Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

vet (sv)

  1. ενεστώτας του veta; ξέρω, γνωρίζω
      jag vet inte - δεν ξέρω