vet
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- vet < περικοπή του veterinarian
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vet | vets |
vet (en)
- (επάγγελμα) ο/η κτηνίατρος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη veterinarian
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- vet < περικοπή του veteran