preplan
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | preplan |
γ΄ ενικό ενεστώτα | preplans |
αόριστος | preplanned |
παθητική μετοχή | preplanned |
ενεργητική μετοχή | preplanning |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpreplan (en)
- προσχεδιάζω
- ⮡ The crime has been preplanned, it didn’t happened in a fit of anger.
- Το έγκλημα το είχε προσχεδιάσει, δεν έγινε σε βρασμό ψυχής.
- ⮡ The crime has been preplanned, it didn’t happened in a fit of anger.