preplanned
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | preplanned |
συγκριτικός | more preplanned |
υπερθετικός | most preplanned |
Επίθετο επεξεργασία
preplanned (en)
- προσχεδιάζω, προκαθορισμένος
- ↪ The crime was preplanned.
- Το έγκλημα ήταν προσχεδιασμένο.
- ↪ Everything that happened was preplanned.
- Όλα όσα έγιναν ήταν προκαθορισμένα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη predetermined
- ↪ The crime was preplanned.
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
preplanned (en)