tag
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tag | tags |
tag (en)
- ετικέτα
- (πληροφορική, HTML) ετικέτα, σε γλώσσα σήμανσης
- δείτε επίσης: HTML element στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (προγραμματισμός) η επισημείωση σε μεταβλητές
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | tag |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tags |
αόριστος | tagged |
παθητική μετοχή | tagged |
ενεργητική μετοχή | tagging |
tag (en)
- βάζω ετικέτα
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- tag στην αγγλική Βικιπαίδεια