↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισημείωση οι επισημειώσεις
      γενική της επισημείωσης* των επισημειώσεων
    αιτιατική την επισημείωση τις επισημειώσεις
     κλητική επισημείωση επισημειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισημειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επισημείωση θηλυκό

  1. σημείωση πάνω στο κείμενο
  2. (προγραμματισμός) το ειδικό σύμβολο για την κατηγοριοποίηση μεταβλητών σε κάποιες γλώσσες προγραμματισμού, όπως το σύμβολο $ στις μεταβλητές της Perl

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία