Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας drop off
γ΄ ενικό ενεστώτα drops off
αόριστος dropped off
παθητική μετοχή dropped off
ενεργητική μετοχή dropping off

  Ετυμολογία επεξεργασία

drop off < → δείτε τις λέξεις drop και off

  Ρήμα επεξεργασία

drop off (en) (ανεπίσημο)

  • πέφτω, φθίνω, μειώνομαι, γίνομαι λιγότερος
    People’s interest in football has dropped off.
    Έχει πέσει λίγο το ενδιαφέρον του κόσμου για τη μπάλα.
    His influence/power has begun to drop off.
    Η επιρροή/δύναμη του έχει αρχίσει να μειώνεται.
    Is crime dropping off or not?
    Φθίνει η εγκληματικότητα ή όχι;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decline

  Πηγές επεξεργασία