ενεστώτας prefer
γ΄ ενικό ενεστώτα prefers
αόριστος preferred
παθητική μετοχή preferred
ενεργητική μετοχή preferring

prefer (en)

  • προτιμώ
    ⮡  He preferred to resign rather than give in to their blackmail.
    Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.