log on
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | log on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | logs on |
αόριστος | logged on |
παθητική μετοχή | logged on |
ενεργητική μετοχή | logging on |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
log on (en)
ενεστώτας | log on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | logs on |
αόριστος | logged on |
παθητική μετοχή | logged on |
ενεργητική μετοχή | logging on |
log on (en)