misspell
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | misspell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | misspells |
αόριστος | misspellled, mispelt |
παθητική μετοχή | misspellled, mispelt |
ενεργητική μετοχή | misspellling |
Ρήμα
επεξεργασίαmisspell (en)
ενεστώτας | misspell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | misspells |
αόριστος | misspellled, mispelt |
παθητική μετοχή | misspellled, mispelt |
ενεργητική μετοχή | misspellling |
misspell (en)