Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
drip drips

drip (en)

  1. (μόνο ενικός) το στάξιμο, η πράξη ή ο ήχος της συνεχής ροής υγρού κατά σταγόνες
    ⮡  the drip of the faucet - το στάξιμο της βρύσης
  2. η σταγόνα, η σταλαγματιά
     συνώνυμα: drop
  3. (ιατρική) ο καθετήρας φλέβας
    ⮡  The nurse changed the patient’s drip after three days.
    Η νοσοκόμα άλλαξε τον καθετήρα φλέβας του ασθενή μετά από τρεις ημέρες.
     συνώνυμα: IV
  4. φλέμα, χλεμπόνα
ενεστώτας drip
γ΄ ενικό ενεστώτα drips
αόριστος dripped
παθητική μετοχή dripped
ενεργητική μετοχή dripping

drip (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) στάζω, παράγω ή αφήνω να πέσουν σταγόνες υγρού
    ⮡  The tap is dripping.
    Η βρύση στάζει.
    ⮡  I was dripping with sweat.
    Έσταζα ιδρώτα.