Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στάξιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στάξιμ
ο
τα
σταξίμ
ατ
α
γενική
του
σταξίμ
ατ
ος
των
σταξιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
στάξιμ
ο
τα
σταξίμ
ατ
α
κλητική
στάξιμ
ο
σταξίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στάξιμο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στάξιμο
ουδέτερο
αργή ροή υγρού σε μορφή σταγόνας.
Συνώνυμα
επεξεργασία
στάλαξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στάξιμο
αγγλικά
:
dripping
(en)
ισπανικά
:
goteo
(es)