στάλαξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάλαξη | οι | σταλάξεις |
γενική | της | στάλαξης* | των | σταλάξεων |
αιτιατική | τη | στάλαξη | τις | σταλάξεις |
κλητική | στάλαξη | σταλάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σταλάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στάλαξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σταλάζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στάλαξη
|