στάλαμα
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στάλαμα | τα | σταλάματα |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | στάλαμα | τα | σταλάματα |
κλητική | στάλαμα | σταλάματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στάλαμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστάλαμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του στάλαγμα
Σύνθετα
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη στάλαγμα
- δροσοστάλαμα
- ηλιοστάλαμα / ηλιοστάλαγμα, λιοστάλαμα / λιοστάλαγμα
- καταστάλμα / καταστάλαγμα
- νεροστάλαμα
- ροδοστάλαμα
- λήγουν σε -στάλαμα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία στάλαμα
|