σταλαγμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταλαγμός < αρχαία ελληνική σταλαγμός < σταλάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταλαγμός αρσενικό
- το να σταλάζει κάποιο υγρό, να πέφτει στάγδην, σταγόνα σταγόνα
- (αρχιτεκτονική) το γείσο μιας στέγης απ’ το οποίο σταλάζουν τα όμβρια ύδατα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σταλαγμός
|