kidnap
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkidnap (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | kidnap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kidnaps |
αόριστος | kidnapped, kidnaped |
παθητική μετοχή | kidnapped, kidnaped |
ενεργητική μετοχή | kidnapping, kidnaping |
kidnap (en)
- απάγω, αιχμαλωτίζω κάποιον παράνομα και τον κρατώ, συνήθως ζητώντας λύτρα