ενεστώτας defer
γ΄ ενικό ενεστώτα defers
αόριστος deferred
παθητική μετοχή deferred
ενεργητική μετοχή deferring

defer (en)

  • αναβάλλω, καθυστερώ κάτι για αργότερα
    ⮡  I am deferring a payment.
    Αναβάλλω μια πληρωμή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay

Παράγωγα

επεξεργασία