defer to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | defer to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | defers to |
αόριστος | deferred to |
παθητική μετοχή | deferred to |
ενεργητική μετοχή | deferring to |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdefer to (en)
- (επίσημο) υποχωρώ μπροστά, συμφωνώ να αποδεχτώ αυτό που έχει αποφασίσει κάποιος ή τι σκέφτεται για κάποιον ή κάτι επειδή τον σέβομαι
- ⮡ I defer to your opinion/my elders.
- Υποχωρώ μπροστά στη γνώμη σου/στους μεγαλύτερούς μου.
- ⮡ I defer to your opinion/my elders.