Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
squat squats

squat (en)

  1. καταπατημένο κτήριο, κατάληψη
  2. ανακούρκουδα, η καθιστή θέση με λυγισμένα γόνατα και με το σώμα να στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών
    ⮡  He sat in a squat.
    Κάθισε ανακούρκουδα.
  3. (αθλητισμός) το βαθύ κάθισμα, η άσκηση
    ⮡  Squats work the muscles of the lower body.
    Τα βαθιά καθίσματα δουλεύουν τους μυς του κάτω μέρους του σώματος.
ενεστώτας squat
γ΄ ενικό ενεστώτα squats
αόριστος squatted
παθητική μετοχή squatted
ενεργητική μετοχή squatting

squat (en)

  1. (αμετάβατο) κάθομαι ανακούρκουδα, λυγίζοντας τα γόνατά μου
    ⮡  He squatted.
    Κάθισε ανακούρκουδα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καταπατώ περιουσία άλλου, μένω σε ένα κτίριο ή σε οικόπεδο που δεν είναι δικό μου, χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη