skid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
skid | skids |
skid (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | skid |
γ΄ ενικό ενεστώτα | skids |
αόριστος | skidded |
παθητική μετοχή | skidded |
ενεργητική μετοχή | skidding |
skid (en)
- ντεραπάρω, γλιστρώ/γλιστράω ανεξέλεγκτα, γλιστρώ έχοντας χάσει τον έλεγχο
- ↪ The brakes jammed and the car skidded badly.
- Τα φρένα κόλλησαν και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε άσχημα.
- ↪ The brakes jammed and the car skidded badly.