↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύρσιμο τα συρσίματα
      γενική του συρσίματος των συρσιμάτων
    αιτιατική το σύρσιμο τα συρσίματα
     κλητική σύρσιμο συρσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύρσιμο < σύρω + -σιμο[1] (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική drag / dragging[2])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύρσιμο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σύρσιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σύρσιμοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)