Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σούρσιμο τα σουρσίματα
      γενική του σουρσίματος των σουρσιμάτων
    αιτιατική το σούρσιμο τα σουρσίματα
     κλητική σούρσιμο σουρσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σούρσιμο < σύρσιμο κατά το σούρνω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsuɾ.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σούρ‐σι‐μο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σούρσιμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία