ντεραπάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντεραπάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική derapare
Ρήμα
επεξεργασίαντεραπάρω
- (για οχήματα) γλιστρώ και ξεφεύγω από την πορεία μου
- το αυτοκίνητο ντεραπάρισε στο οδόστρωμα και ανετράπη
- (μεταφορικά) κομπιάζω, κάνω σαρδάμ, δεν έχω έμπνευση, κολλάω ή ξεχνώ ρίμες καθώς ραπάρω, κακοραπάρω