keel over
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | keel over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keels over |
αόριστος | keeled over |
παθητική μετοχή | keeled over |
ενεργητική μετοχή | keeling over |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαkeel over (en)
ενεστώτας | keel over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keels over |
αόριστος | keeled over |
παθητική μετοχή | keeled over |
ενεργητική μετοχή | keeling over |
keel over (en)