κακοραπάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
κακοραπάρω
- είμαι άθλιος, φάλτσος, χωρίς έμπνευση σαν ράπερ, κομπιάζω ή τραγουδώ άτεχνες ρίμες, έχω δυσαρμονική φωνητική χροιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοραπάρω
|