Ετυμολογία

επεξεργασία

dispel < (κληρονομημένο) μέση αγγλική dispellen < λατινική dispellere[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɪˈspɛɫ/
ενεστώτας dispel
γ΄ ενικό ενεστώτα dispels
αόριστος dispelled
παθητική μετοχή dispelled
ενεργητική μετοχή dispelling

dispel (en) (μεταβατικό)

  1. διασκορπίζω, διαλύω
    ⮡  The sun's rays dispelled the clouds
    Οι ακτίνες του ηλίου διέλυσαν τα σύννεφα.
  2. απομακρύνω, διώχνω, βγάζω (φόβο, υποψία)
    ⮡  Her fears of having been cheated on were dispelled when he proposed to her.
    Οι φόβοι της πως είχε απατηθεί απομακρύνθηκαν όταν της έκανε πρόταση γάμου.
    ⮡  I dispel someone’s doubts.
    Βγάζω κάποιον από την αμφιβολία.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dispel dispels

dispel (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. dispel - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)