Δείτε επίσης: SOB

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sob sobs

sob (en)

ενεστώτας sob
γ΄ ενικό ενεστώτα sobs
αόριστος sobbed
παθητική μετοχή sobbed
ενεργητική μετοχή sobbing

sob (en)

  1. (αμετάβατο) κλαίω με λυγμούς, πλαντάζω ηχηρά στο κλάμα
  2. (μεταβατικό) λέω κάτι ενώ κλαίω με λυγμούς

Συνώνυμα

επεξεργασία